H Μαυροφορεμένη Κυρία

    Οι εικόνες και παραστάσεις που έχεις από μικρό παιδί, ευχάριστες ή δυσάρεστες, παραμένουν κοντά σου για πάντα. Μια απ’αυτές τις  εικόνες ήταν  της κυρίας με τα μαύρα  ( της  Μαρίας ). Τη φωνάζαμε Θεία,  συγγενεύαμε, αλλά αυτό δεν έχει σημασία γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις στα χωριά  προσφωνούσαν τους ενήλικες θείο ή θεία.. Ο καθένας θα μπορούσε να εντυπωσιαστεί με της Θειά-Μαρίας την εμφάνιση.  Το αγέρωχo παράστημα  τής ωραίας  ξανθιάς νέας γυναίκας εντυπωσίαζε όλους, πόσο μάλλον ένα μικρό κοριτσάκι. Ψηλή (για τη γενιά της),  αρχοντικιά  και  περήφανη, η όμορφη αυτή ύπαρξη προκαλούσε το θαυμασμό. Τη πρόδιδε όμως το λυπημένο και άθυμο βλέμμα της., τη φυσική της ομορφιά τη κάλυπτε ένα σύννεφο θλίψης και απογοήτευσης. Μικρή εγώ, δεν καταλάβαινα τι την βασάνιζε και γιατί διαρκώς ήταν μαυροντυμένη. Φυσικά έπρεπε να μεγαλώσω και να ωριμάσω για να κατανοήσω το τι αυτή η νεαρή γυναίκα είχε περάσει και τα βάσανα που είχε υποστεί. Η μητέρα μας συχνά μιλούσε για την εξαδέλφη της τη Μαρία και τα βάσανα που αυτή και η οικογένειά της είχαν υποστεί. Παρ’όλα αυτά, δεν είχα συνειδητοποιήσει το μέγεθος  της τραγικής της ζωής μέχρι που πρόσφατα  ζήτησα από το γιο της, τον καλό μου φίλο Κωστή, , να μου διηγηθεί ορισμένα περιστατικά απ’τη ζωή τής μητέρας του. Διαβάζοντας τις σημειώσεις του συγκινήθηκα πολύ και περίμενα να στεγνώσουν τα δάκρυα για να τελειώσω την αφήγησή του. Εκείνη τη στιγμή πραγματικά κατανόησα  και βαθιά συμμερίστηκα τη τραγωδία  και τον πόνο τής γενναίας αυτής γυναίκας. ¨Ήμουνα πλέον σε θέση να νιώσω τη λύπη και αγωνία που διαρκώς συννέφιαζαν το πρόσωπό της..

    Μια χαρακτηριστική φράση που μ’ είχε εντυπωσιάσει και  αναφερόταν συχνά στο θλιμμένο αυτό πρόσωπο ήταν: « η ιστορία  ενός έθνους είναι γραμμένη στο πρόσωπο αυτής της γυναίκας». Πραγματικά, σύμφωνα με ομολογίες  που είχα από διάφορες πηγές και απ’τις πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες που ο γιος της,  με πολλή ευγένεια  και προθυμία μου παρείχε, έμαθα πολλά για το χαρακτήρα και προσωπικότητα καθώς και το οδυνηρό μαρτύριο της Μαρίας. Τα πλήγματα και οι αντίξοες συνθήκες που υπέστη αυτή η ευγενική ψυχή με συγκίνησαν αφάνταστα.  Ο θαρραλέος τρόπος και η καρτερία που αντιμετώπισε την μοίρα της  την   κατατάσσουν, κατά τη γνώμη μου, στις τάξεις των ηρωίδων..

    Σε πολύ νεαρή ηλικία, (περίπου 24 χρονών) και με δύο ήδη γιούς  και έγκυος με τρίτο, είδε τον νεαρό άνδρα της να φεύγει για  τον πόλεμο της Αλβανίας του 1940. Επιστρέφοντας - κατόπιν από πολλές φήμες πως είχε σκοτωθεί-- σε άθλια κατάσταση  από τη πείνα και κακουχίες του πολέμου, τα μικρά παιδιά του φοβόντουσαν να τον πλησιάσουν. ¨Όταν ο σκελετωμένος πατέρας  άπλωσε τα χέρια του για ν’αγκαλιάσει το εξάχρονο αγόρι του, το μικρό τρομοκρατήθηκε και δεν τον πλησίαζε για μέρες. Μια μέρα μετά την επιστροφή του, τα γερμανικά αεροπλάνα βομβάρδιζαν το χωριό. Αυτό ήταν μια προειδοποίηση της φρίκης και των αποτρόπαιων γεγονότων που έμελε ακολουθήσουν.

    Η κατοχή που σκόρπισε αγωνία, βάσανα, στερήσεις  και εξευτελισμό σε όλη τη χώρα, επίσης χτύπησε αδίσταχτα και την οικογένεια τής Μαρίας. Το 1944, μετά από φοβερές δοκιμασίες και απερίγραπτη αθλιότητα το όραμα της ελευθερίας άρχισε να εμφανίζεται στον ορίζοντα. Το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης άρχιζε  να βλασταίνει και ν’ανθίζει.  Το έθνος ξανά τόλμησε να ελπίζει και ν’ αδημονεί να ξανανακτήσει τη ταπεινωμένη περηφάνια του. Αυτή η ελπιδοφόρα φωτοβολίδα ,όμως , εξαγρίωσε τους Ναζί οι οποίοι, νιώθοντας πως απειλούνται και πως  η πτώση τους πλησίαζε, έγιναν ασύγκριτα αμείλικτοι και ακόμα πιο βάρβαροι ποτίζοντας  τη γη με αίμα. ¨Ένα πραγματικό μακελειό ξεκίνησε και βύθισε τη χώρα σε απόγνωση και θρήνους.

    ¨Ήταν στη περίοδο αυτή που ο κόσμος της Μαρίας κατέρρευσε. Ο άνδρας της,  καθώς  και ο αγγελόμορφος (φοβερά ωραίος, σύμφωνα με τη μάνα μου) αδελφός της, ήταν μεταξύ άλλων αθώων ανθρώπων που  θερίστηκαν στο Μονοδέντρι από τα  πολυβόλα  της απανθρωπιάς και βαρβαρότητας δήθεν «πολιτισμένων» ανδρών. Μερικούς μήνες νωρίτερα, ο θείος της Μαρίας - αδελφός της μητέρας της – επίσης είχε δολοφονηθεί. ¨Έτσι η ωραία ηρωίδα μας, χάνει σύζυγο και αδελφό με τον απαίσιο και αμείλικτο αυτό τρόπο και στα  είκοσι οκτώ της χρόνια χήρα πια, επιφορτίζεται  όλη την ευθύνη να αναθρέψει τα τρία  ανήλικα αγόρια της (δέκα, έξι και τεσσάρων  χρονών). Ψυχικά φθαρμένη και δυστυχισμένη η νεαρή γυναίκα σήκωσε το σταυρό της με θάρρος και αξιοπρέπεια. Ο Γολγοθάς της , καθώς και τα βάσανα όλου του έθνους, συνεχίστηκαν με την αγριότητα του εμφύλιου δράματος. Η πάλη της επιβίωσης και η ανατροφή των τριών παιδιών της ήτανε εξουθενωτική. ¨Έπρεπε να δουλεύει διπλάσια  και πολύ σκληρά στα χωράφια, θερίζοντας κάτω απ’τον καυτό ήλιο το καλοκαίρι και μαζεύοντας ελιές στη παγωνιά του χειμώνα. Αυτό δεν αρκούσε όμως. Απ’τα χέρια της περνούσαν κι όλες οι δουλειές του σπιτιού : πλύσιμο (με το χέρι) για όλη την οικογένεια, σίδερο, ζύμωμα και ψήσιμο του ψωμιού, ράψιμο, μαγειρείο και (πάλι σύμφωνα με το γιο της) το ημέρωμα των τριών «τσακαλιών» της, μορφώνοντάς τα και  κάνοντάς τα υπεύθυνα άτομα της κοινωνίας.

    Στο μεταξύ, ο εμφύλιος πόλεμος μάνιαζε στο χωριό και στα περίχωρα που είχαν κατακλυσtεί  από παρακρατικούς ασύδοτους  δολοφόνους. Οι φρικαλεότητες και αποτρόπαιες  δραστηριότητές τους ξεπερνούσαν τα όρια κάθε φαντασίας. Η δύστυχη Μαρία δεν ήταν απαλλαγμένη από την βαρβαρότητά  τους  και δεν άργησε να πληρώσει το τίμημα.

    Χωρίς καμιά αφορμή και τίποτε το συγκεκριμένο συλλαμβάνεται από το «Τέρας» και ρίχνεται μέσα σ’ένα από τα  μπουντρούμια του που είχε σε διάφορα σημεία του χωριού. Η περίοδος αυτή της φυλάκισής της πρέπει να ήταν η πιο σκοτεινή της άτυχης ζωής της. Η πιο «σκοτεινή», σύμφωνα με το γιο της, γιατί πολύ λίγα είναι γνωστά για τα βασανιστήρια  που είχαν επιβληθεί σ’αυτή και άλλους κρατούμενους σ’αυτά τα  άντρα  φρίκης. ¨Ότι γνωρίζει η οικογένειά της, δεν προέρχονται από την ίδια, αλλά  ομολογίες άλλων ανθρώπων που είχαν την ατυχία να πέσουν στα χέρια  των απάνθρωπων αυτών φονιάδων. Η Μαρία αρνιόταν να αναφερθεί σ’αυτή τη θλιβερή εποχή και κάθε φορά που τα παιδιά της  προσπαθούσαν να μάθουν τι είχε συμβεί, ταραζόταν αφάνταστα, μια ασυγκράτητη τρεμούλα  κυρίευε το κορμί της, απερίγραπτη αγωνία ζωγραφιζότανε στο πρόσωπό της, και αβάσταχτοι λυγμοί ακολουθούσαν τη σιωπή της. ¨Ήταν μια φοβερή σκηνή και τ’ αγόρια της για να την αποφύγουν έπαψαν, με τη πάροδο του χρόνου, να την προκαλούν να επαναφέρει στη μνήμη της τις αισχρές  και αποτρόπαιες παραστάσεις. Σεβάστηκαν το γεγονός  ότι αυτή τη πτυχή τής ζωής της  την ήθελε κρυμμένη και απέφευγαν πλέον να συζητούν το ευαίσθητο αυτό θέμα. Δεν ήθελαν να ζωντανεύουν αυτές τις απαίσιες μνήμες που η ίδια τόσο απεγνωσμένα προσπαθούσε να θάψει στα κατάβαθα του υποσυνειδήτου της. Τα παιδιά της φυσικά  είχαν μια ιδέα  των φρικιαστικών εμπειριών η μάνα  τους, καθώς και οι συγκρατούμενοί  της είχαν υποστεί σ’αυτά  τα μπουντρούμια., από πολύτιμες πληροφορίες που τους διηγήθηκαν οι δυστυχισμένοι συνάνθρωποί της  που είχαν μοιραστεί αυτή την αθλιότητα. Η οικογένειά της πιστεύει ακράδαντα πως, εκτός από τα βασανιστήρια, που αυτά τα κτήνη επέβαλαν στην μάνα τους,, οι αναμνήσεις  που την βασάνιζαν περισσότερο ήταν  αυτές των στυγερών εγκλημάτων – που ήταν αναγκασμένη να παρακολουθεί καθημερινά - προς τους συνανθρώπους της. ¨Όπως : παιδιά κάτω από την απειλή θανάτου να σκοτώνουν γονείς ή αδέλφια, δεκατριάχρονα και δεκατετράχρονα κορίτσια με κτηνωδία να βιάζονται και μετά να εκτελούνται. Ηλικιωμένοι να βασανίζονται άγρια, και τα συνεχή βογγητά ταλαιπωρημένων κορμιών που είχαν μαστιγωθεί αλύπητα, και φυσικά το καθημερινό καθάρισμα των μπουντρουμιών από το χυμένο αίμα.

   Στην έρευνά μου, με αγανάκτηση και αηδία άκουσα  μαρτυρίες παρόντων, για αισχρά και αποτροπιαστικά μέσα που τα κτήνη εφάρμοζαν για να τρομοκρατήσουν τα θύματά τους. ¨Ένα απ’αυτά τα φοβερά μαρτύρια αναφερότανε στην ηρωίδα μας. Από σεβασμό όμως, στην επιθυμία της να θάψει αυτή τη περίοδο τής ζωής της και να περιφρονήσει τους βασανιστές της - και φυσικά από την δική μου αποστροφή  προς αυτά τα άνανδρα σαδιστικά αντικείμενα που υπέβαλαν  τέτοιου είδους κακοποίηση, σε ανυπεράσπιστες γυναίκες, αθώα παιδιά και ανήμπορους ηλικιωμένους, απαξιώ να αναφέρω με κάθε στυγνή λεπτομέρεια τις κτηνωδίες τους. Μ’ αυτό το τρόπο,  όπως η θαρραλέα αυτή γυναίκα,  εκφράζω την απέχθειά μου σ’αυτά τα κτήνη, και αρνούμαι κατηγορηματικά να επιτρέψω, αναφέροντάς τες,  να νομιμοποιούνται τέτοιες ωμότητες και βαρβαρότητες .

    Η πολύ ταλαιπωρημένη Μαρία μας κατόρθωσε ν’ αντέξει αυτά τα μαρτύρια και αθλιότητες και γλιτώνοντας από τα τέρατα αυτά της φύσης έφυγε κρυφά για την Αθήνα, όπου είχε καταφύγει ο μεγαλύτερός της αδελφός για να γλιτώσει από παρόμοια τύχη. ¨Έμειναν μέχρι το τέλος του εμφύλιου αγώνα, και όπως ο γιος της  περιγράφει, η κατάσταση και οι συνθήκες επιβίωσης εκεί ήταν πραγματικά μια διαρκής πάλη. Ζούσαν σ’ένα μικρό δωμάτιο, με μηδαμινούς οικονομικούς πόρους. Και, όπως πολύ εύγλωττα  ο ίδιος και πάλι αναφέρει “ από την πολλή καλοπέραση.... αρρώστησα και πέρασα μέρος της εφηβικής μου ηλικίας σε νοσοκομεία και σανατόρια”. Aυτό το γεγονός ήταν ένα ακόμα χτύπημα για τη βασανισμένη μάνα.

    Καλύτερες  μέρες  αργούσαν πολύ για την ηρωίδα μας. Ακολούθησαν πολλά χρόνια μιζέριας  και φτώχειας. Ο αγώνας ακόμα σκληρός και δύσκολος  για τη ταλαίπωρη γυναίκα. Διαβάζοντας του “Ποιητή της Ειρήνης”, Νικηφόρου Βρεττάκου το βιβλίο “ Oδύνη”, (μια αυτοβιογραφική αναφορά), έκλαψα όταν έφτασα στην περιγραφή που παρομοιάζει τη ψηλόκορμη ξανθιά, όμορφη Μαρία  με  “ μια  ισχνή φιγούρα  μάγισσα του Γκόγια ”.

 Στα τριάντα  πέντε της ήτανε αφάνταστα γερασμένη, φοβερά αδύνατη, ξεδοντιασμένη. Τα βάσανα και μαρτύρια τόσων χρόνων είχαν αφήσει ανεξίτηλα τα ίχνη τους στο άλλοτε ωραίο πρόσωπό της.

    Μιλώντας στη μάνα μου, χρόνια πριν, για την αναφορά  που είχε γίνει στο  βιβλίο, τής είπα πως με τον τρόπο που ο Νικηφόρος έγραφε για την όμορφη Μαρία  “:ίσως  νεαρός να είχε τσιμπηθεί μαζί της”. Η μάνα μου δεν συμφώνησε, απαντώντας μου πως με το Βρεττάκο συγγένευαν και οι δυο τους, αλλά  η Μαρία ήταν τόσο όμορφη που τη θαύμαζαν πολλοί. Μάλιστα όταν παντρεύτηκε στα δεκαεφτά της, ήταν αρκετοί εκείνοι που λυπήθηκαν που έχασαν την ευκαιρία.

    H Μαρία συνέχισε να εργάζεται σκληρά μέχρι που τα αγόρια της τέλειωσαν το σχολείο, ανδρώθηκαν και μπορούσαν πλέον να την βοηθήσουν, να την ανακουφίσουν σωματικά και να της προσφέρουν την ψυχική ηρεμία και άνεση που τόσο πολύ της είχαν λείψει. ¨Άρχισε τελικά να ηρεμεί και προσπάθησε απεγνωσμένα  ν’αφήσει το φοβερό μαρτύριο που είχε υποστεί στο παρελθόν, και να ζήσει την υπόλοιπη ζωή της ήρεμα και γαλήνια. ¨Ήταν περίπου εξήντα χρονών όταν πραγματικά  ησύχασε, και αφιέρωσε το καιρό της στο να καλλιεργεί το κήπο και τα λουλούδια της. Η υγεία της είχε σοβαρά επηρεαστεί .Τέτοιες κακουχίες και αντιξοότητες που η Μαρία αντιμετώπισε στη ζωή της  δυστυχώς αφήνουν πίσω τους  σημάδια για να υπενθυμίζουν όλα αυτά τα δεινά. Η ήρεμη ζωή στα τελευταία της χρόνια τη βοήθησε να  ανακαλύψει ξανά  τη φυσική της ευγένεια, αξιοπρέπεια , καλοσύνη και πάνω απ’όλα  το ωραίο της χαμόγελο.

    ¨Όταν εγώ την είδα, ύστερα από πολλά χρόνια, αμέσως αναγνώρισα την ευγενική κυρία που τόσο θαύμαζα  σαν μικρό κοριτσάκι. ¨Έτρεξα κοντά της  τής είπα ποια είμαι κι αμέσως αισθάνθηκα μια οικειότητα κοντά της και συμμερίστηκα τη δύσκολη ζωή που είχε ζήσει. ¨Ήταν πολύ ευχάριστη και για μια φορά ακόμα η στάση και συμπεριφορά της επιβεβαίωσαν σε μένα το κουράγιο, τη χάρη και την ευγένεια της  καρδιάς  που διέκριναν την ηρωίδα μας.

    Γράφοντας αυτή την ιστορία  πολλές γνώριμες πτυχές ιδιοσυγκρασίας άρχισαν να ξετυλίγονται μπροστά μου. Ανακάλυπτα  κοινά χαρακτηριστικά  και πολλές ομοιότητες  μεταξύ της Θειάς Μαρίας και της μητέρα μου. Η Μαρία  καθώς και η Μάνα μας, ήταν μοναδική, περίπλοκη και πολύ αποφασιστική προσωπικότητα. Το γνώρισμα που ποτέ δεν την άφησε, όπως αναφέρει ο γιος της, ήταν η αυταρχικότητά της. Ποτέ δεν έπαψε να σχεδιάζει, προγραμματίζει, διευθύνει και να διευθετεί τις ζωές των παιδιών της στην ελάχιστη λεπτομέρεια . Υποθέτω πως οι τρομερές εμπειρίες που αντιμετώπισε και η οδύνη που πέρασε την έκαναν αποφασιστική, ακλόνητη, υπερβολικά προστατευτική και ίσως και λίγο σκληρή. Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει πως κατ’ αυτόν τον τρόπο νόμιζε πως προστάτευε τα παιδιά της από κάθε κίνδυνο. Αποτρόπαια βασανιστήρια σαν αυτά που πέρασε, η ευγενική αυτή ύπαρξη, θα ήτανε φύσει αδύνατον να μην άφηναν κάθε είδους φοβίες, εφιάλτες, ιδιοτροπίες  και στη τελευταία ανάλυση κάποιες ιδιορρυθμίες. Η Θειά Μαρία πέθανε τον Μάιο του 2000, σε ηλικία 84 χρονών.             

    Αναπαύσου μαυροφορεμένη, ταλαιπωρημένη ψυχή! Βρες επιτέλους στην τελευταία σου κατοικία την ειρήνη και ηρεμία που τόσο ποθούσες και τόσο συχνά στερήθηκες. ¨Ας είναι αιωνία η μνήμη σου θαρραλέα  μαυροφορεμένη Κυρία!!          


Το κεφάλαιο ‘ Η Μαυροφορεμένη Κυρία’, έχει μεταφραστεί από το βιβλίο
Προσπαθώντας να Φθάσουμε τον Ουρανό’ (Παιδικές Αναμνήσεις ) της  συμπατριώτισσας Ματίνας Κοκκόλη-Ψυχογιού

“Το Τέρας ” και οι κτηνωδίες του, που σημάδεψαν αμέτρητες αθώες ψυχές,  έχουν  καταχωρηθεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο...

Back

  HOME | Krokeai Society ,USA & Canada